- νεφοσκόπιο
- το(μετεωρ.) μετεωρολογικό όργανο το οποίο χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τής υψομετρικής βάσης τών νεφώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephoscope (< νέφος + -σκόπιο < -σκόπος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.